- εὐαπόσβεστος
- εὐ-από-σβεστος, leicht auszulöschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαπόσβεστος — η ο (Α εὐαπόσβεστος, ον) αυτός που σβήνεται εύκολα, ο ευκολόσβηστος, ο ευεξάλειπτος, ο εξίτηλος νεοελλ. λέγεται για χρηματική οφειλή χρεωλυτικώς αποδοτέα («ευαπόσβεστο δάνειο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αποσβεστος < απο σβέννυμι (πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
εὐαπόσβεστον — εὐαπόσβεστος easy to extinguish masc/fem acc sg εὐαπόσβεστος easy to extinguish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)